- ἰαμβοειδής
- ἰαμβο-ειδής, ές,A like an iambus, Aristid.Quint.1.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιαμβοειδής — ἰαμβοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με ίαμβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek
ἰαμβοειδής — like an iambus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβοειδῆ — ἰαμβοειδής like an iambus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰαμβοειδής like an iambus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰαμβοειδής like an iambus masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek